- χαλασιά
- η, Ν1. το να χαλά, να καταστρέφεται κάτι, χαλασμός2. το χάλασμα, κατεστραμμένο, ερειπωμένο ή ετοιμόρροπο τμήμα οικοδομής ή κτίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλασ-α, αόρ. τού χαλώ + κατάλ. -ιά (πρβλ. περπατησ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλασιά — η χαλασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμοχαλασιά — και κοσμοχάλαση, η 1. μεγάλη ταραχή και αναστάτωση τών στοιχείων τής φύσης, θεομηνία, χαλασμός κόσμου 2. πολύς θόρυβος, μεγάλη φασαρία που προέρχεται από πολλούς ανθρώπους, πανδαιμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + χαλασιά / χάλαση (< χαλώ)] … Dictionary of Greek